- ἀνηκουστῶν
- ἀνηκουστέωto be unwilling to hearpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνηκούστων — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μποτοκούντο — (Botocudo). Όνομα που δόθηκε σε μερικές βραζιλιανές φυλές της γλώσσας ζε, εξαιτίας της συνήθειας τους να φέρουν στο κάτω χείλος ή στον λοβό του αυτιού διατρυπημένο και παραμορφωμένο το λεγόμενο «μποτόκο», έναν ξύλινο κύλινδρο ή δίσκο συχνά… … Dictionary of Greek